θανάσιμος — deadly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμος — η, ο (AM θανάσιμος, ον) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο) νεοελλ. 1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος 2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος… … Dictionary of Greek
θανάσιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιφέρει θάνατο: Θανάσιμο τραύμα. – Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. 2. ασυγχώρητος: Θανάσιμο σφάλμα. 3. αμείλικτος: Θανάσιμος εχθρός. – Τον μισεί θανάσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανασιμώτατον — θανάσιμος deadly masc acc superl sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμως — θανάσιμος deadly adverbial θανάσιμος deadly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμον — θανάσιμος deadly masc/fem acc sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασιμώτερα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοις — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοισιν — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμου — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)